εὐδεψητότατα

εὐδεψητότατα
εὐδέψητος
well-tanned
adverbial superl
εὐδέψητος
well-tanned
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευδέψητος — εὐδέψητος, ον (Α) ο κατεργασμένος καλά («τὰ δέρματα τὰ εὐδεψητότατα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *δεψητός «κατεργασμένος» (< δέψω «κατεργάζομαι», παράλληλος τ. τού δέφω με παρέκταση σ στο θ. τού ενεστώτα), πρβλ. α δέψητος, ωμο δέψητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”